Πλάτων, Θεαίτητος. Η υπόθεση του διαλόγου
Πρόσωπα:
- Σωκράτης
- «Θεαίτητος». Η ονομασία του διαλόγου προέρχεται από ένα μέλος της Ακαδημίας, τον Θεαίτητο, που έγινε γνωστός για σημαντικές ανακαλύψεις στα μαθηματικά. Στον διάλογο εμφανίζεται να συζητά με τον Σωκράτη, ενώ είναι ακόμη έφηβος.
- Ευκλείδης, μαθητής του στενού σωκρατικού κύκλου από τα Μέγαρα
- Τερψίων, μαθητής του στενού σωκρατικού κύκλου από τα Μέγαρα
- Θεόδωρος, μαθηματικός από την Κυρήνη. Υπήρξε μαθητής του Πρωταγόρα και δάσκαλος του Πλάτωνα στα μαθηματικά.
Στον διάλογο αυτόν ο Πλάτωνας προβληματίζεται σχετικά με τη φύση της γνώσης. Το ερώτημα που απασχολεί τους συνομιλητές είναι: «Τι ακριβώς είναι η γνώση;». Η ανάλυση θα γίνει με τη μέθοδο των ερωταποκρίσεων.
Ο Ευκλείδης κατέγραψε μια συνομιλία που είχε ο Σωκράτης με τον Θεαίτητο λίγες μέρες πριν την καταδίκη και το θάνατό του και τη συμπλήρωσε με διορθώσεις που έκανε ο ίδιος ο Σωκράτης. Ο φίλος του Τερψίων, επειδή πρόσφατα είδε τον Θεαίτητο να τον μεταφέρουν από την Κόρινθο στην Αθήνα βαριά πληγωμένο από κάποια μάχη, ζητά από αυτόν να του διαβάσει την εργασία του. Το εργασία του αναγιγνώσκεται φωναχτά στους δύο άνδρες από ένα αγόρι, δούλο στην υπηρεσία του Ευκλείδη.
Ο Σωκράτης και Θεαίτητος προσπαθούν να ορίσουν τι είναι η γνώση. Ο πρώτος ορισμός επικεντρώνεται στη γνώση ως αντίληψη, ο δεύτερος ως αληθής κρίση και ο τρίτος ως αληθής κρίση με «λόγο» (λογική). Ωστόσο, κανένας από αυτούς τους ορισμούς δεν είναι ικανοποιητικός. Το κέρδος όμως από τη συζήτηση είναι ότι φωτίζονται σημαντικές πλευρές του θέματος, ανεξάρτητα αν ο Πλάτωνας υπονοεί ότι πολλές δυσκολίες περί του ορισμού της γνώσης μπορούν να ξεπεραστούν μόνον μέσω της θεωρίας των ιδεών, γιατί για τον Πλάτωνα η ιδέα αποτελεί το αντικείμενο και το θεμέλιο της αληθινής γνώσεως.
Ο πρώτος ορισμός αφορά την «αίσθηση», δηλαδή την εντύπωση που προκαλεί η αισθητήρια αντίληψη και είναι η πρώτη άποψη του Θεαίτητου, όταν ο Σωκράτης τον ρώτησε πώς καταλαβαίνει αυτός τη γνώση. «Ο Σωκράτης αναγνωρίζει σ’ αυτή την απάντηση τη συμφωνία του Θεαίτητου προς τη σχετική αρχή του Πρωταγόρα, που περικλείεται στην περίφημη φράση: «Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, για όσα υπάρχουν ότι υπάρχουν και για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν». Ο Πρωταγόρας πιθανόν εννοεί ότι η αίσθηση που προκαλεί ένα αντικείμενο είναι αληθινή για τον καθένα, όποια και αν είναι αυτή για τον καθένα, πράγμα με το οποίο συμφωνεί και ο Θεαίτητος. Ως «άνθρωπο» εννοεί τον ατομικά προσδιορισμένο άνθρωπο και όχι τον άνθρωπο ως είδος»1.
«Προχωρώντας σε μια κριτική ανάλυση των λεγόμενων του Πρωταγόρα, ο Θεαίτητος παραδέχεται ότι θα ήταν αδύνατο να υποστηριχθεί ότι αίσθηση και γνώση ταυτίζονται.
Ο Σωκράτης με τον Θεόδωρο δέχονται ότι η θέση του Πρωταγόρα στέκεται καλά σε ζητήματα της άμεσης αίσθησης αλλά όχι σε πρακτικά ζητήματα για το τι είναι υγιές και τι βλαβερό. Εκεί χρειάζεται η γνώμη του ειδικού. Το ίδιο ακόμη και στην πολιτική, όπου το τι πιστεύει η πόλη ως ωφέλιμο δεν σημαίνει ότι απαραίτητα θα την ωφελήσει. Εν τέλει, αυτό που είναι ωφέλιμο ή χρήσιμο, χρειάζεται να αξιολογηθεί με ένα πρότυπο αλήθειας, διαφορετικά δεν μπορεί να εκτιμηθεί, αν είναι πράγματι ωφέλιμο ή χρήσιμο.
Κατά τον τρίτο έλεγχο της αρχής ότι γνώση είναι η αίσθηση, εξετάζεται η μεταφυσική θεωρία της διαρκούς κίνησης. Αναλύοντας την άποψη του Ηράκλειτου ότι όλα βρίσκονται σε αέναη κίνηση, ο Πλάτωνας διακρίνει δύο ήδη κινήσεων: τη φορά, δηλαδή τη μετατόπιση ή περιφορά στον χώρο, και την αλλοίωση, δηλαδή την αλλαγή στις ιδιότητες ή ποιότητες ενός πράγματος. Καθετί αλλάζει κάθε στιγμή και θέση και ποιότητα. Διαφορετικά, θα υπήρχε ένα είδος σταθερότητας. Επιστρέφοντας στην ιδέα ότι η αίσθηση είναι προϊόν δύο άλλων κινήσεων, του ενεργητικού αισθητού και του παθητικού αισθανόμενου, προχωράει στην παρακάτω διαπίστωση: Αν τίποτε δεν είναι στάσιμο, τότε και η θέα του λευκού είναι κάτι που δεν μπορεί να εκφραστεί, αφού και αυτή η διεργασία της αίσθησης (αισθητό + αισθανόμενο) είναι κάτι που μεταβάλλεται, έτσι ώστε και το λευκό να μην είναι το ίδιο λευκό. Δεν μπορεί δηλαδή να προσδιοριστεί.
Αν λοιπόν τα δεδομένα των αισθήσεων δεν είναι δεδομένα και βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, τότε κάθε απάντηση σε κάθε ερώτηση είναι το ίδιο ορθή, είτε πει κανείς ότι «είναι έτσι» είτε ότι «είναι όχι έτσι». Αλλά και αυτές οι φράσεις θα αποτελούν υπέρβαση, αφού προϋποθέτουν ένα είδος ακινησίας. Με βάση την θεωρία της αέναης κίνησης λοιπόν (που δεν την αρνείται), δεν θα μπορούσε να είναι κάθε άνθρωπος μέτρο όλων των πραγμάτων αλλά ούτε και η γνώση να είναι αίσθηση.
Κατά την τελευταία απόπειρα ελέγχου, ο Πλάτωνας οδηγεί στη διάκριση μεταξύ της αίσθησης και της νόησης. Τα αισθητήρια όργανα είναι μόνο όργανα του νου. Όταν ο άνθρωπος βλέπει δυο διαφορετικά χρώματα ή ακούει ήχους, διαπιστώνει την ύπαρξή τους και τα συγκρίνει και τα μετράει, αυτό το κάνει η ψυχή (νους) από μόνη της. Το ίδιο κάνει και με περισσότερο αφηρημένες ιδιότητες, όπως ωραίο και άσχημο, καλό και κακό. Η σχέση των εντυπώσεων (αίσθησης) με την ουσία και το ωφέλιμο διαμορφώνεται με τον καιρό, την προσπάθεια και την παιδεία. Συνεπώς δεν είναι δυνατό να φτάσει κάποιος στην αλήθεια, αν δεν φτάσει στην ουσία. «Δεν υπάρχει λοιπόν γνώση στις εντυπώσεις, αλλά στο συλλογισμό που γίνεται απάνω σ’ αυτές».
Σε αυτό το σημείο ο Πλάτωνας βάζει τον Θεαίτητο να «γεννά» με τη βοήθεια του Σωκράτη το συμπέρασμα ότι η γνώση είναι διαφορετική από την αίσθηση. Ήδη ο γνωσιολογικός σχετικισμός και ο πραγματισμός του Πρωταγόρα καταρρέουν και ο Πλάτωνας μάς περνάει στο επίπεδο της νόησης και των ιδεών. Για τις ιδέες δεν μας μιλάει στον Θεαίτητο. Ωστόσο μέσα από τη θεωρία της γνώσης μάς προετοιμάζει για αυτές. Ούτε για το τι ακριβώς είναι η γνώση δίνει συμπέρασμα παρά και τους επόμενους ορισμούς, τους οποίους ελέγχει. Ωστόσο έχει πλησιάσει σε αυτό, περισσότερο από πριν»2.
Η διάρθρωση του διαλόγου
1. Πρώτος ορισμός ταύτιση της γνώσης με την αισθητηριακή αντίληψη.
Πρώτη κριτική εξέταση της θεωρίας του Πρωταγόρα
Υποθετική υπεράσπιση του Πρωταγόρα από τον Σωκράτη
Έλεγχος της θεωρίας του Πρωταγόρα σχετικά με τον σοφό
Κλείσιμο της παρέκβασης και ολοκλήρωση της κριτικής του Πρωταγόρα.
Τελική ανασκευή του ορισμού της γνώσης ως αίσθησης.
2. Δεύτερος ορισμός: «η αληθής δόξα επιστήμη εστί».
3. Τρίτος ορισμός: «επιστήμη εστί η μετά λόγου αληθής δόξα».
Αρνητικό το συμπέρασμα του Θεαίτητου.
Απόδοση στη ν.ε. (μετάφραση) Πλάτωνος Θεαίτητος (μετ. Κυρ. Ζάμπα), Αθήνα, Φέξης.
--------------------------------------------------------------------------------
1. Βικιπαίδεια, Λήμμα Θεαίτητος.
2. Ibid.